προσεμβριμώμαι

προσεμβριμώμαι
-άομαι, Α
οργίζομαι ή απειλώ επιπροσθέτως («πλούσιος ἠδίκησε, καὶ αὐτὸς προσενεβριμήσατο» — ο πλούσιος έκανε το αδίκημα και ο ίδιος έμπηξε τις φωνές για να βγει αποπάνω, ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐμβριμῶμαι «δυσανασχετώ, γογγύζω, επιπλήττω, ορμώ εναντίον κάποιου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”